Μια φορα κι εναν καιρο ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Είχαν ένα μονάκριβο παιδάκι, ένα κοριτσάκι τριών χρόνων. Ή τ α ν όμως τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε και δεν ήξεραν τι να του δώσουν. Έ ν α πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε λυπημένος ο ξυλοκόπος να πάει στη δουλειά του. Και την ώρα που έκοβε ξύλα, νά σου βλέπει ξαφνικά μπροστά του μια πανέμορφη γυναίκα, που φορούσε στο κεφάλι της μια κορόνα από αστραφτερά αστέρια. Και η γυναίκα μίλησε και του είπε: " Ε ί μ α ι η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού. Είσαι φτωχός άνθρωπος και δεν έχεις να ταΐσεις το παιδί σου. Φέρε το σε μένα κι ε γ ώ θα το πάρω μαζί μου και θα τό ' χω σαν δικό μου και θα το φροντίζω καλά ". Ο ξυλοκόπος υπάκουσε, έφερε το παιδί του και τό 'δωσε στην Παναγία. Και το κοριτσάκι περνούσε καλά, έτρωγε ψωμί με ζάχαρη κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μάλαμα κι έπαιζε με τους αγγέλους.
Ό τ α ν έγινε δεκατεσσάρων χρόνων, η Παναγία το φώναξε και του είπε: " Παιδί μου, θα φύγω ταξίδι. Πάρε τα κλειδιά που ξεκλειδωνουν τις δεκατρείς πόρτες του Παραδείσου και φύλαξε τα καλά. Τ ι ς δώδεκα μπορείς να τις ανοίξεις και να θαυμάσεις τα όμορφα πράγματα και τους θησαυρούς που κρύβουν. Αλλά τη δέκατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γ ι α τ ί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη ". Το κορίτσι υποσχέθηκε ότι θα είναι υπάκουο. Κι όταν έφυγε η Παναγία, άρχισε ν' ανοίγει μια μια τις πόρτες. Κάθε μέρα άνοιγε και μια πόρτα και θαύμαζε τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα της. Έ τ σ ι είδε με τη σειρά και τα δώδεκα δώματα του Παραδείσου. Στο καθένα κατοικούσε κι ένας άπό τους Δώδεκα Αποστόλους, όλο λαμπρότητα και φως. Το κορίτσι χαιρόταν και θαύμαζε το μεγαλείο και τον πλούτο. Και μαζί του χαίρονταν και οι άγγελοι που τ ακολουθούσαν.
Ό τ α ν πέρασαν οι δώδεκα μέρες, δεν είχε μείνει πια παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Και το κορίτσι ένιωσε μεγάλη λαχτάρα να δει τι κρυβόταν από πίσω της. Ε ί π ε λοιπόν στους αγγέλους: " Δεν θα την ανοίξω, ούτε θα διαβώ το κατώφλι, της. Θα την ξεκλειδώσω μονάχα, να ρίξουμε μια μ α τ ι ά χ π ' τη χαραμάδα ". - " Όχι, όχι " τη σταμάτησαν οι άγγελοι. " Είναι αμαρτία Η Παναγία σ' το απαγόρευσε. Αν παρακούσεις τα λόγιο, της, θα σε βρει μεγάλη δυστυχία ". Το κορίτσι δεν μίλησε, αλλά η περιέργεια μέσα στην καρδιά της συνέχισε να της μιλάει σιγανά και να την τσιγκλάει και να την τσιμπάει και να την ψήνει. Δεν την άφηνε σε ησυχία. Και κάποια στιγμή που τ αγγελάκια την άφησαν μονάχη της, σκέφτηκε: " Τώρα είμαι μόνη μου και μπορώ ν' ανοίξω. Μια ματιά θα ρίξω. Κ α ι κανείς δεν θα το μάθει ". Έ ψ α ξ ε και βρήκε το κλειδάκι. Κι όταν το πήρε στο χέρι της, τό 'βαλε και στην κλειδαριά. Κι όταν τό βαλε στην κλειδαριά, το γύρισε κιόλας. Η πόρτα τότε άνοιξε και το κορίτσι είδε μπροστά του την Α γ ί α Τριάδα τυλιγμένη στην παντοδύναμη λάμψη της. Στάθηκε λιγάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύστερα άπλωσε το χεράκι της και με το δάχτυλο της ά γ γ ι ξ ε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Και το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Αμέσως φόβος μεγάλος την έπιασε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο φόβος όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ό , τ ι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε να της σπάσει τα στήθια. Και το χρυσάφι έμεινε κολλημένο στο δάχτυλο της, όσο κι αν τό πλένε, όσο κι αν τό 'τριβε.
Μετά από λίγο γύρισε κι η Παναγία απ' το ταξίδι της. Φώναξε το κορίτσι και ζήτησε πίσω τα κλειδιά του Παραδείσου. Τη σ τ ι γ μ ή που της έδινε την αρμαθιά, η Παναγία κοίταξε το κορίτσι στα μάτια και ρώτησε: " Και τη δέκατη τρίτη πόρτα; Δεν την άνοιξες; " - " Ό χ ι ", αποκρίθηκε το κορίτσι. Η Παναγία τότε ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την ένιωσε που χτυπούσε σαν τρελή και κατάλαβε πως η μικρή είχε παρακούσει την εντολή της. " Είσαι σίγουρη ότι δεν την άνοιξες; ," ξαναρώτησε. " Ό χ ι , δεν την άνοιξα ", ξανάπε το κορίτσι. Η Παναγία είδε τότε το δάχτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό απ' το ά γ γ ι γ μα της θείας λάμψης. Κατάλαβε ότι η μικρή είχε αμαρτήσει και ρώτησε για τρίτη φορά: " Δεν άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; " - " Ό χ ι ", αρνήθηκε το κορίτσι γ ια τρίτη φορά. Και η Παναγία της είπε: " Δεν υπάκουσες στις εντολές μου. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, είπες ψέματα από πάνω. Δεν είσαι π ια άξια γ ι α να ζεις στον Παράδεισο ".
Το κορίτσι τότε βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ κι όταν ξύπνησε, βρέθηκε κάτω στη γη, στην καρδιά ενός δάσους. Ήθελε να φωνάξει, αλλά μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα της. Τινάχτηκε όρθια και προσπάθησε να τρέξει, αλλά όπου κι αν γύριζε, πυκνά αγκάθια πρόβαλλαν και της έκλειναν το δρόμο. Στην ερημιά, όπου βρέθηκε παγιδευμένη, ήταν κι ένα γέρικο δέντρο. Στην κουφάλα του λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Εκεί μέσα τρύπωνε και κοιμόταν όταν ερχόταν η νύχτα, εκεί μέσα έβρισκε καταφύγιο όταν έβρεχε και χιόνιζε. Και ζούσε ζωή δυστυχισμένη. Κάθε που θυμόταν πόσο όμορφα περνούσε στον Παράδεισο και πώς έπαιζε μαζί με τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μάζευε ρίζες και βατόμουρα κι αυτό ήταν το φαγητό της, Το φθινόπωρο μάζευε καρύδια και φύλλα, που έπεφταν απ' τα δέντρα. Κι όταν χειμώνιαζε, έτρωγε τα καρύδια και τρύπωνε σαν ζωάκι στα ξερά φύλλα γ ι α να φυλαχτεί απ' το χιόνι και την παγωνιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γ υ μ ν ή . Oταν πρόβαλλε ξανά ο ήλιος, έβγαινε κι εκείνη απ την κρυψώνα της και καθόταν σ' ένα κλαδί, τυλίγοντας γ ύ ρ ω της τα μαλλιά της, σαν μανδύα. Έ τ σ ι περνούσαν τα χρόνια, το ένα μετά το άλλο, κι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία.
Μια μέρα όμως, όταν τα δέντρα είχαν πάλι φορέσει την πράσινη, δροσερή φορεσιά τους, ο βασιλιάς της χ ώ ρας βγήκε κυνήγι στο δάσος. Κι όπως κυνηγούσε, πήρε από π ί σω ένα ελάφι, που πήγε και χώθηκε μέσα στις πιο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, παραμέρισε τ' αγκάθια και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Ό τ α ν επιτέλους τα κατάφερε, είδε μπροστά του μια πανέμορφη κοπέλα, να κάθεται τυλιγμένη από τα νύχια ώς την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. Στάθηκε ασάλευτος και την κοίταζε όλο θαυμασμό. Ύστερα της μίλησε και της είπε: " Ποια είσαι; Γιατί κάθεσαι εδώ στην ερημιά; " Αλλά απάντηση δεν πήρε, γ ι α τ ί το κορίτσι δεν μπορούσε ν ανοίξει το στόμα του. Ο βασιλιάς όμως επέμεινε: " Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μου, στο παλάτι μου; " Εκείνη τότε έγνεψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σήκωσε στην αγκαλιά του, την ανέβασε πάνω στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, της χάρισε όμορφα ρούχα κι ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή της. Μόνο να μιλήσει δεν μπορούσε. Αλλά ήταν όμορφη και καλή, χι ο βασιλιάς την αγάπησε μ όλη του την καρδιά. Και πριν περάσει πολύς καιρός την παντρεύτηκε.
Μετά από ένα χρόνο η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα γιο. Και τη νύχτα που ήταν ξαπλωμένη μόνη στο κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Παναγία και της είπε: " Αν πεις την αλήθεια και ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ ανοίξω κι εγώ το στόμα σου και θα σου ξαναδωσω τη μιλιά σου. Αν όμως επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις πεισματικά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα πάρω μαζί μου το νεογέννητο παιδί σου ". Και περίμενε την απάντηση της βασίλισσας. Εκείνη όμως άνοιξε το στόμα της και είπε: α Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ." Η Παναγία τότε της πήρε το νεογέννητο παιδί και χάθηκε από μπροστά της. Την άλλη μέρα, που δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και να λέει ότι η βασίλισσα το είχε σκοτώσει γ ια να το φάει. Εκείνη τα άκουγε όλα, αλλά μιλιά δεν έβγαινε απ' το στόμα της. Ο βασιλιάς όμως δεν τα πίστεψε, γιατί την αγαπούσε πολύ, μέσα απ' την καρδιά του.
Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι η βασίλισσα γέννησε άλλον ένα γ ι ο . Και τη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι μπροστά της η Παναγία και της είπε: " Αν ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, τότε θα σου ξαναδώσω το παιδί σου και τη χαμένη σου μιλιά. Αν όμως συνεχίσεις με πείσμα να το αρνείσαι, τότε θα πάρω μαζί μου και τον δεύτερο γ ι ο σου ". Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε πάλι: " Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ". Η Παναγία τότε της πήρε το παιδί απ' την αγκαλιά και το ανέβασε μαζί της στον ουρανό. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν είδαν ότι κι αυτό το μωρό είχε χαθεί. οι άνθρωποι του παλατιού έβαλαν τις φωνές, κατηγορώντας τη βασίλισσα. Και ζήτησαν από το βασιλιά να τη δικάσει. Ο βασιλιάς όμως τη\ αγαπούσε τόσο πολύ, μέσα απ' την καρδιά του, που απαγόρευσε στους παλατιανούς να ξαναμιλήσουν γ ι ' αυτό.
Τον τρίτο χρόνο η βασίλισσα γέννησε μια όμορφη κορούλα. Τη νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά της για τρίτη φορά η Παναγία και της είπε: " Έ λ α μαζί μου! " Και την ανέβασε στον ουρανό και της έδειξε τα δυο της τ αγοράκια, που γελούσαν κι έπαιζαν χαρούμενα. Η βασίλισσα χάρηκε και τότε η Παναγία τη ρώτησε ξανά: " Δεν μαλάκωσε ακόμα η καρδιά σου; Δεν θέλεις να ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; Αν παραδεχτείς την αμαρτία σου, τότε θα σου ξαναδώσω τα δυο σου αγόρια ". Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε γ ια τρίτη φορά: " Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα! " Η Παναγία τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της πήρε και το τρίτο παιδί.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν μαθεύτηκε πως και το τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε: " Η βασίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε ". Κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα γ ια να τη σώσει. Την πέρασαν από δίκη κι αφού δεν μπορούσε να μιλήσει γ ια να υπερασπιστεί τον εαυτό της, την καταδίκασαν κι αποφάσισαν να την κάψουν ζωντανή. Τα ξύλα μαζεύτηκαν σωρός κι η βασίλισσα δέθηκε σ' έναν ψηλό πάσσαλο. Όταν οι φλόγες άναψαν κι άρχισαν να χορεύουν ολόγυρα της, έλιωσε κι ο σκληρός πάγος τής περηφάνιας της κι η καρδιά της ρίγησε μετανιωμένη: " Αχ, ας μπορούσα, πριν πεθάνω, να ποο τουλάχιστον την αλήθεια, πως ναι, άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα! " Την ίδια στιγμή ξανάβρε τη φωνή της και με δύναμη φώναξε: " Ναι, Παναγία μου, το έκανα! Ά ν ο ι ξ α την απαγορευμένη πόρτα! " Δεν πρόλαβε ν αποσώσει το λόγο της κι αμέσως έπιασε μπόρα γερή κι έσβησε τη φωτ ιά κι ένα γλυκό φως κατέβηκε απ' τα ουράνια και την έλουσε ολόκληρη. Κι η Παναγία η ίδια παρουσιάστηκε με τα δυο αγόρια δεξιά κι αριστερά και τη νεογέννητη κορούλα της στην αγκαλιά της. Με καλοσύνη της μίλησε και της είπε: " Όποιος ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιωνει γι' αυτές, βρίσκει συχώρεση ". Και μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της.
Vor einem großen Walde lebte ein Holzhacker mit seiner Frau, der hatte nur ein einziges Kind, das war ein Mädchen von drei Jahren. Sie waren aber so arm, daß sie nicht mehr das tägliche Brot hatten und nicht wußten, was sie ihm sollten zu essen geben. Eines Morgens ging der Holzhacker voller Sorgen hinaus in den Wald an seine Arbeit, und wie er da Holz hackte, stand auf einmal eine schöne große Frau vor ihm, die hatte eine Krone von leuchtenden Sternen auf dem Haupt und sprach zu ihm: "Ich bin die Jungfrau Maria, die Mutter des Christkindleins: du bist arm und dürftig, bring mir dein Kind, ich will es mit mir nehmen, seine Mutter sein und für es sorgen." Der Holzhacker gehorchte, holte sein Kind und übergab es der Jungfrau Maria, die nahm es mit sich hinauf in den Himmel. Da ging es ihm wohl, es aß Zuckerbrot und trank süße Milch, und seine Kleider waren von Gold, und die Englein spielten mit ihm. Als es nun vierzehn Jahr alt geworden war, rief es einmal die Jungfrau Maria zu sich und sprach: "Liebes Kind, ich habe eine große Reise vor, da nimm die Schlüssel zu den dreizehn Türen des Himmelreichs in Verwahrung: zwölf davon darfst du aufschließen und die Herrlichkeiten darin betrachten, aber die dreizehnte, wozu dieser kleine Schlüssel gehört, die ist dir verboten: hüte dich, daß du sie nicht aufschließest, sonst wirst du unglücklich." Das Mädchen versprach, gehorsam zu sein, und als nun die Jungfrau Maria weg war, fing sie an und besah die Wohnungen des Himmelreichs: jeden Tag schloß es eine auf, bis die zwölfe herum waren. In jeder aber saß ein Apostel, und war von großem Glanz umgeben, und es freute sich über all die Pracht und Herrlichkeit, und die Englein, die es immer begleiteten, freuten sich mit ihm. Nun war die verbotene Tür allein noch übrig, da empfand es eine große Lust zu wissen, was dahinter verborgen wäre, und sprach zu den Englein: "Ganz aufmachen will ich sie nicht und will auch nicht hineingehen, aber ich will sie aufschließen, damit wir ein wenig durch den Ritz sehen." - "Ach nein," sagten die Englein, "das wäre Sünde: die Jungfrau Maria hats verboten, und es könnte leicht dein Unglück werden." Da schwieg es still, aber die Begierde in seinem Herzen schwieg nicht still, sondern nagte und pickte ordentlich daran und ließ ihm keine Ruhe. Und als die Englein einmal alle hinausgegangen waren, dachte es: Nun bin ich ganz allein und könnte hineingucken, es weiß es ja niemand, wenn ich's tue. Es suchte den Schlüssel heraus, und als es ihn in der Hand hielt, steckte es ihn auch in das Schloß, und als es ihn hineingesteckt hatte, drehte es auch um. Da sprang die Türe auf, und es sah da die Dreieinigkeit im Feuer und Glanz sitzen. Es blieb ein Weilchen stehen und betrachtete alles mit Erstaunen, dann rührte es ein wenig mit dem Finger an den Glanz, da ward der Finger ganz golden. Alsbald empfand es eine gewaltige Angst, schlug die Türe heftig zu und lief fort. Die Angst wollte auch nicht wieder weichen, es mochte anfangen, was es wollte, und das Herz klopfte in einem fort und wollte nicht ruhig werden: auch das Gold blieb an dem Finger und ging nicht ab, es mochte waschen und reiben, soviel es wollte.
Gar nicht lange, so kam die Jungfrau Maria von ihrer Reise zurück. Sie rief das Mädchen zu sich und forderte ihm die Himmelsschlüssel wieder ab. Als es den Bund hinreichte, blickte ihm die Jungfrau in die Augen und sprach: "Hast du auch nicht die dreizehnte Tür geöffnet?" - "Nein," antwortete es. Da legte sie ihre Hand auf sein Herz, fühlte, wie es klopfte und klopfte, und merkte wohl, daß es ihr Gebot übertreten und die Türe aufgeschlossen hatte. Da sprach sie noch einmal: "Hast du es gewiß nicht getan?" - "Nein," sagte das Mädchen zum zweitenmal. Da erblickte sie den Finger, der von der Berührung des himmlischen Feuers golden geworden war, sah wohl, daß es gesündigt hatte, und sprach zum drittenmal: "Hast du es nicht getan?" - "Nein," sagte das Mädchen zum drittenmal. Da sprach die Jungfrau Maria: "Du hast mir nicht gehorcht, und hast noch dazu gelogen, du bist nicht mehr würdig, im Himmel zu sein."
Da versank das Mädchen in einen tiefen Schlaf, und als es erwachte, lag es unten auf der Erde, mitten in einer Wildnis. Es wollte rufen, aber es konnte keinen Laut hervorbringen. Es sprang auf und wollte fortlaufen, aber wo es sich hinwendete, immer ward es von dichten Dornhecken zurückgehalten, die es nicht durchbrechen konnte. In der Einöde, in welche es eingeschlossen war, stand ein alter hohler Baum, das mußte seine Wohnung sein. Da kroch es hinein, wenn die Nacht kam, und schlief darin, und wenn es stürmte und regnete, fand es darin Schutz: aber es war ein jämmerliches Leben, und wenn es daran dachte, wie es im Himmel so schön gewesen war, und die Engel mit ihm gespielt hatten, so weinte es bitterlich. Wurzeln und Waldbeeren waren seine einzige Nahrung, die suchte es sich, so weit es kommen konnte. Im Herbst sammelte es die herabgefallenen Nüsse und Blätter und trug sie in die Höhle, die Nüsse waren im Winter seine Speise, und wenn Schnee und Eis kam, so kroch es wie ein armes Tierchen in die Blätter, daß es nicht fror. Nicht lange, so zerrissen seine Kleider und fiel ein Stück nach dem andern vom Leibe herab. Sobald dann die Sonne wieder warm schien, ging es heraus und setzte sich vor den Baum, und seine langen Haare bedeckten es von allen Seiten wie ein Mantel. So saß es ein Jahr nach dem andern und fühlte den Jammer und das Elend der Welt.
Einmal, als die Bäume wieder in frischem Grün standen, jagte der König des Landes in dem Wald und verfolgte ein Reh, und weil es in das Gebüsch geflohen war, das den Waldplatz einschloß, stieg er vom Pferd, riß das Gestrüppe auseinander und hieb sich mit seinem Schwert einen Weg. Als er endlich hindurchgedrungen war, sah er unter dem Baum ein wunderschönes Mädchen sitzen, das saß da und war von seinem goldenen Haar bis zu den Fußzehen bedeckt. Er stand still und betrachtete es voll Erstaunen, dann redete er es an und sprach: "Wer bist du? warum sitzest du hier in der Einöde?" Es gab aber keine Antwort, denn es konnte seinen Mund nicht auftun. Der König sprach weiter: "Willst du mit mir auf mein Schloß gehen?" Da nickte es nur ein wenig mit dem Kopf. Der König nahm es auf seinen Arm, trug es auf sein Pferd und ritt mit ihm heim, und als er auf das königliche Schloß kam, ließ er ihm schöne Kleider anziehen und gab ihm alles im Überfluß. Und ob es gleich nicht sprechen konnte, so war es doch schön und holdselig, daß er es von Herzen lieb gewann, und es dauerte nicht lange, da vermählte er sich mit ihm.
Als etwa ein Jahr verflossen war, brachte die Königin einen Sohn zur Welt. Darauf in der Nacht, wo sie allein in ihrem Bette lag, erschien ihr die Jungfrau Maria und sprach: "Willst du die Wahrheit sagen und gestehen, daß du die verbotene Tür aufgeschlossen hast, so will ich deinen Mund öffnen und dir die Sprache wiedergeben: verharrst du aber in der Sünde und leugnest hartnäckig, so nehm ich dein neugebornes Kind mit mir." Da war der Königin verliehen zu antworten, sie blieb aber verstockt und sprach: "Nein, ich habe die verbotene Tür nicht aufgemacht," und die Jungfrau Maria nahm das neugeborne Kind ihr aus den Armen und verschwand damit. Am andern Morgen, als das Kind nicht zu finden war, ging ein Gemurmel unter den Leuten, die Königin wäre eine Menschenfresserin und hätte ihr eigenes Kind umgebracht. Sie hörte alles und konnte nichts dagegen sagen, der König aber wollte es nicht glauben, weil er sie so lieb hatte.
Nach einem Jahr gebar die Königin wieder einen Sohn. In der Nacht trat auch wieder die Jungfrau Maria zu ihr herein und sprach: "Willst du gestehen, daß du die verbotene Türe geöffnet hast, so will ich dir dein Kind wiedergeben und deine Zunge lösen: verharrst du aber in der Sünde und leugnest, so nehme ich auch dieses neugeborne mit mir." Da sprach die Königin wiederum: "Nein, ich habe die verbotene Tür nicht geöffnet," und die Jungfrau nahm ihr das Kind aus den Armen weg und mit sich in den Himmel. Am Morgen, als das Kind abermals verschwunden war, sagten die Leute ganz laut, die Königin hätte es verschlungen, und des Königs Räte verlangten, daß sie sollte gerichtet werden. Der König aber hatte sie so lieb, daß er es nicht glauben wollte, und befahl den Räten bei Leibes- und Lebensstrafe, nicht mehr darüber zu sprechen.
Im nächsten Jahr gebar die Königin ein schönes Töchterlein, da erschien ihr zum drittenmal nachts die Jungfrau Maria und sprach: "Folge mir." Sie nahm sie bei der Hand und führte sie in den Himmel, und zeigte ihr da ihre beiden ältesten Kinder, die lachten sie an und spielten mit der Weltkugel. Als sich die Königin darüber freute, sprach die Jungfrau Maria: "Ist dein Herz noch nicht erweicht? wenn du eingestehst, daß du die verbotene Tür geöffnet hast, so will ich dir deine beiden Söhnlein zurückgeben." Aber die Königin antwortete zum drittenmal: "Nein, ich habe die verbotene Tür nicht geöffnet." Da ließ sie die Jungfrau wieder zur Erde hinabsinken und nahm ihr auch das dritte Kind.
Am andern Morgen, als es ruchbar ward, riefen alle Leute laut: "Die Königin ist eine Menschenfresserin, sie muß verurteilt werden," und der König konnte seine Räte nicht mehr zurückweisen. Es ward ein Gericht über sie gehalten, und weil sie nicht antworten und sich nicht verteidigen konnte, ward sie verurteilt, auf dem Scheiterhaufen zu sterben. Das Holz wurde zusammengetragen, und als sie an einen Pfahl festgebunden war und das Feuer ringsumher zu brennen anfing, da schmolz das harte Eis des Stolzes und ihr Herz ward von Reue bewegt, und sie dachte: "könnt ich nur noch vor meinem Tode gestehen, daß ich die Tür geöffnet habe," da kam ihr die Stimme, daß sie laut ausrief: "Ja, Maria, ich habe es getan!" Und alsbald fing der Himmel an zu regnen und löschte die Feuerflammen, und über ihr brach ein Licht hervor, und die Jungfrau Maria kam herab und hatte die beiden Söhnlein zu ihren Seiten und das neugeborene Töchterlein auf dem Arm. Sie sprach freundlich zu ihr: "Wer seine Sünde bereut und eingesteht, dem ist sie vergeben," und reichte ihr die drei Kinder, löste ihr die Zunge und gab ihr Glück für das ganze Leben.