Οι περισσότεροι παραμύθια των αδελφών Γκριμ
Αδελφοί Γκριμ - Όμορφη νεράιδα
1Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια
Μια φορα κι εναν καιρο ήταν μια γριά κατσίκα, που είχε εφτά μικρά κατσικάκια, και τ αγαπούσε πολύ, όπως η μάνα αγαπάει τα παιδιά της. Μια μέρα αποφάσισε να πάει στο δάσος να μαζέψει χόρτα, φώναξε λοιπόν και τα εφτά και τους είπε: « Αγαπημένα μου παιδάκια, θα φύγω να πάω στο δάσος. Τα μάτια σας δεκατέσσερα, μην ανοίξετε σε κανέναν. Γιατί αν τρυπώσει μέσα ο κακός λύκος, θα σας κάνει μια χαψιά. Ο λύκος ξέρει ν αλλάζει τη μορφή του. Θα τον γνωρίσετε όμως απ τη χοντρή, βραχνή φωνή του κι απ' τα μαύρα του πόδια ». - Και τα κατσικάκια τής απάντησαν: Έννοια σου, μαμά, θα προσέχουμε. Φύγε και μην ανησυΔιαβάστε το παραμύθι → 4Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος
Μια φορα κι εναν καιρο ζούσε ένας πατέρας με δυο γιους. Ο μεγαλύτερος ήταν έξυπνος κι επιτήδειος και ήξερε να τα βγάζει πάντοτε πέρα. Ο μικρός όμως ήταν κουτός, τίποτα δεν καταλάβαινε, τίποτα δεν μπορούσε να μάθει. Κι όσοι τον έβλεπαν, έλεγαν: Αυτό το παιδί θα είναι το βάσανο του πατέρα του!» Όποια δουλειά κι αν είχαν, την έκανε πάντα ο μεγαλύτερος. Όταν όμως ο πατέρας τον έστελνε για θέλημα αργά το βράδυ ή, ακόμα χειρότερα, μέσα στη νύχτα, κι ο δρόμος περνούσε απ' το προαύλιο της εκκλησίας ή κάποιο άλλο ερημικό μέρος, τότε εκείνος απαντούσε: Αχ, όχι πατέρα μου, δεν πάω. Και μόνο που το σκέφτοΔιαβάστε το παραμύθι →
7Ο έξυπνος χωριάτης
Μια φορα κι εναν καιρο ένας χωριάτης πήγε την αγελάδα του οτο παζάρι και την πούλησε δεκαεφτά τσεκίνια. Στο δρόμο που γύριζε, πέρασε από ένα δάσος, κι άκουσε από μακριά τις δεκοχτούρες που ψά)- ναζαν: Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ! - Καλές είν τούτες! , είπε με το νου του. Δεκαεφτά την πούλησα κι όχι δεκαοχτώ! Κι όταν έφτασε κοντά τους, ψιόναξε: Βρε χαζοβιόλες! Δεκαεφτά τσεκίνια πήρα για την αγελάδα κι όχι δεκαοχτώ! » Τα πουλιά όμως συνέχισαν να φωνάζουν: « Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ! - Ε, αφού δεν με πιστεύετε, να σας τα μετρήσω, για να δείτε και μόνες σας », είπε ο χωριάτης και έβγαλε τα λεφτάΔιαβάστε το παραμύθι →